- σάννορος
- σάννορος,= μωρός, Rhinth.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάννορος — ὁ, Α μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + ορος (< ὁρῶ «βλέπω»). Παραδίδεται πιθ. και άλλη γρφ. τής λ. με τη μορφή σάννυρος (βλ. και σάννας)] … Dictionary of Greek
σαννυρίζω — Α χλευάζω, σκώπτω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννυρος, πιθ. άλλη γρφ. τού σάννορος] … Dictionary of Greek